- ιαπωνιστί
- ιαπωνιστί και ιαπωνικά και γιαπωνέζικα επίρρ., με τον τρόπο ή στη γλώσσα των Ιαπώνων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.